κρίνου

κρίνου
κρίνον
white lily
neut gen sg
κρί̱νου , κρίνω
separate
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
κρί̱νου , κρίνω
separate
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Lilien — Lilium fargesii Systematik Klasse: Bedecktsamer (Magnoliopsida) Monokotyledonen …   Deutsch Wikipedia

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] …   Dictionary of Greek

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρινολούλουδο — το το άνθος τού κρίνου …   Dictionary of Greek

  • κρινοτριανταφυλλάτος — κρινοτριανταφυλλάτος, άτη, άτον (Μ) αυτός που έχει τα χρώματα τού κρίνου και τού τριαντάφυλλου, το πάλλευκο και το κατακόκκινο …   Dictionary of Greek

  • κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… …   Dictionary of Greek

  • κρινόλευκος — η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, ο λευκός σαν το κρίνο («κρινόλευκο και παχουλό προσωπάκι», Ξενόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε ανώνυμο ποιητή] …   Dictionary of Greek

  • κρινόριζον — κρινόριζον, τὸ (Μ) ρίζα κρίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ρίζα] …   Dictionary of Greek

  • κρινόχρους — κρινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. θειό χρους, σιτό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”